- φαροφύλακας
- οο φύλακας φάρου, ο κατώτατος βαθμός στη φαροφυλακή (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαροφύλακας — ο, Ν φύλακας φάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρος (Ι) + φύλακας. Η λ., στον λόγιο τ. φαροφύλαξ, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ερημονήσι — Ονομασία τεσσάρων μικρών νησιών. 1. Νησί κοντά στο δυτικό τμήμα της βόρειας Ύδρας, Δ από το νησί Κιβωτός. 2. Νησί στο στόμιο του κόλπου της Καλλονής στη Λέσβο. 3. Νησί στην ανατολική παραλία της Εύβοιας, στον όρμο Βλαχία. 4. Νησί στην ανατολική… … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
Σιένκιεβιτς, Χένρυκ — (Sienkiewicz). Πολωνός συγγραφέας (Βόλα Οκρτσεισκα, Μασοβία 1846 Βεβέ, Ελβετία 1916). Από οικογένεια που συγγένευε με την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων, συνδεμένη με τις παλιές παραδόσεις της χώρας, και φανατικά συντηρητική, σπούδασε στη Βαρσοβία … Dictionary of Greek